πρωηρότης

πρωηρότης
-ου, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που πρώτος ή που πολύ νωρίς όργωσε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρῳΐ / πρῴ + ἀρότης (< ἀρῶ «οργώνω»), πρβλ. οψ-αρότης. Το -η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”